προβλέπειν

προβλέπειν
προβλέπω
foresee
pres inf act (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προβλέπω — ΝΜΑ 1. βλέπω κάτι προτού συμβεί, προαισθάνομαι, προμαντεύω («προβλέπεται αυξημένη παραγωγή εσπεριδοειδών») 2. προνοώ, φροντίζω έγκαιρα, κανονίζω, ρυθμίζω κάτι εκ τών προτέρων (α. «είναι το πνεύμα λεύτερο, προβλέπει και λογιάζει», Ερωτόκρ. β. «οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”